- πανλυσιτελής
- πανλῡσῐτελής, ές,A extremely profitable, Inscr.Prien.112.67 (i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανλυσιτελής — ές, Α εξαιρετικά επωφελής, πολύ ωφέλιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + λυσιτελής «ωφέλιμος, επικερδής»] … Dictionary of Greek